- σπέρχω
- Α1. θέτω σε ταχεία κίνηση, κάνω κάποιον ή κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἢπειγεν, ἠνάγκαζεν, ἔσπερχε τρέχειν», Λουκιαν.)2. (μέσ. και παθ.) σπέρχομαια) κινούμαι γρήγορα, βιάζομαι («ὁπότε σπερχοίατ' Ἀχαιοί... φέρειν Ἄρηα», Ομ. Ιλ.)β) σπεύδω από οργή, κινούμαι οργισμένος («οἱ δ' ἴσαν ἔξω σπερχομένοιο γέροντος», Ομ. Ιλ.)γ) (για τη θάλασσα) συνταράσσομαι από το κύμα, κυματίζω φουρτουνιασμένα3. φρ. «σπέρχομαί τινι» — είμαι οργισμένος εναντίον κάποιου (Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή λ., η οποία ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *spergh ή πιθ. *sper-gh-, με επίθημα -gh, «κινούμαι γρήγορα, βιάζομαι» και συνδέεται με αρχ. ινδ. spŗhayati «παραφέρομαι, επιθυμώ έντονα» (από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας), αβεστ. a-spәrәzatā «προσπαθούσε». Η περαιτέρω σύνδεση, όμως, τού ρ. απέρχομαι με τ. όπως άρχ. άνω γερμ. sprengen «πηδώ» (πρβλ. γερμ. springen, αγγλ. spring) δεν θεωρείται πιθανή. Από το ρ. σπέρχω / σπέρχομαι, τέλος, προέρχεται το όν. Σπερχειός].
Dictionary of Greek. 2013.